πολύφρονα

πολύφρονα
πολύφρων
ingenious
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πολύφρονα — Πολύφρων ingenious masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Φεραί — Όνομα αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας Θεσσαλίας στα νότια της Βοιβηίδας λίμνης (Κάρλας). Επίνειό της ήταν η πόλη Παγασαί. Χτίστηκε από τον Φέρητα, πατέρα του Αδμήτου, και πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με τον Εύμηλο. Στους ιστορικούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”